σκοτοδινιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκοτοδινιῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκοτοδινιώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκοτοδινιῶ, συνηρημένος τύπος του σκοτοδινιάω

Ρήμα[επεξεργασία]

σκοτοδινιώ, -άς, -ά (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • «σκοτοδίνη, σκοτοδινιώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)