σκουληκομυρμηγκότρυπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκουληκομυρμηγκότρυπα < σκουλήκ(ι) + -ο- + μυρμηγκότρυπα (μυρμήγκ(ι) + -ό- + τρύπα)
Προφορά[επεξεργασία]
τυπογραφικός συλλαβισμός : σκου‐λη‐κο‐μυρ‐μη‐γκό‐τρυ‐πα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκουληκομυρμηγκότρυπα θηλυκό
- (γλωσσοδέτης, σκωπτικό) τρύπα στο έδαφος που χρησιμοποιούν σκουλήκια και μυρμήγκια
- έκφραση: φτου σκουληκομυρμηγκότρυπα
- (μεταφορικά) πολύ μεγάλη λέξη ή τυποποιημένη φράση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκουληκομυρμηγκότρυπα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσοδέτες (νέα ελληνικά)
- Σκωπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)