σκουπιδιάρηδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
σκουπιδιάρηδες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκουπιδιάρης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- (για την ονομαστική και κλητική πληθυντικού) σκουπιδιαραίοι
- (για την αιτιατική πληθυντικού) σκουπιδιαραίους