σκουπιδιάρης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκουπιδιάρης < σκουπίδ(ι) + -ιάρης[1]
Ουσιαστικό
σκουπιδιάρης αρσενικό
- (επάγγελμα) ο δημοτικός υπάλληλος που μαζεύει τα σκουπίδια από δημόσιους χώρους και συνοδεύει τα απορριμματοφόρα οχήματα αδειάζοντας τους κάδους
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ↑ σκουπιδιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας