σκουροφέρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκουροφέρνω < σκουρο- + -φέρνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα[επεξεργασία]
σκουροφέρνω
- έχω σκούρο χρώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκουροφέρνω
|