σκουσμάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκουσμάρι | τα | σκουσμάρια |
γενική | του | σκουσμαριού | των | σκουσμαριών |
αιτιατική | το | σκουσμάρι | τα | σκουσμάρια |
κλητική | σκουσμάρι | σκουσμάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκουσμάρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκουσμάρι ουδέτερο
- δυνατό κλάμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκουσμάρι
|