σκουτέλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκουτέλι | τα | σκουτέλια |
γενική | του | σκουτελιού | των | σκουτελιών |
αιτιατική | το | σκουτέλι | τα | σκουτέλια |
κλητική | σκουτέλι | σκουτέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκουτέλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκουτέλι, μορφή του σκουτέλιον[1] & σκουτέλλιον απ' όπου η ετυμολογική γραφή σκουτέλλι.[2] < σκουτέλα → δείτε περισσότερα στο μεσαιωνικό σκουτέλι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /skuˈte.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκου‐τέ‐λι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκουτέλι ουδέτερο
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) πιάτο, γαβαθούλα
- ※ […] ξεχώρισε στο βάθος του μαγεριού, στη γωνιά, ένα τραπέζι μικρό, παστρικά στρωμένο, […] Ο σκουταράτος μπήκε σε λίγο, κρατώντας προσεχτικά δυο πιάτα με φαΐ κ' ένα σκουτέλι. [μεταγραφή σε μονοτονικό]
- σελ. 67 - ⌘ Άγγελος Τερζάκης, Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ. Ηρωικό μυθιστόρημα. [1937‑38], 1η έκδοση: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 1945 (με γλωσσάριο)
- ※ […] ξεχώρισε στο βάθος του μαγεριού, στη γωνιά, ένα τραπέζι μικρό, παστρικά στρωμένο, […] Ο σκουταράτος μπήκε σε λίγο, κρατώντας προσεχτικά δυο πιάτα με φαΐ κ' ένα σκουτέλι. [μεταγραφή σε μονοτονικό]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σκουτέλα
ιδιωματικά:
- σκουτέλλιν (Κάρπαθος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκουτέλι
→ δείτε τη λέξη γαβάθα |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σκουτέλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «σκουτέλλι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκουτέλι < σκουτέλλι < σκουτέλιν / σκουτέλλιν < σκουτέλιον / σκουτέλλιον (και όψιμη ελληνιστική κοινή) < σκουτέλ(α) + -ιον > -ιν > -ι (και με απλοποίηση της προφοράς και γραφής του διπλού συμφώνου) < λατινική scutella (πιατάκι) < scutra (πιάτο, δίσκος).
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκουτέλι ουδέτερο
- βαθύ πιάτο φαγητού, γαβάθα, σκουτέλι
- για τη μεγάλη γαβάθα → δείτε τη λέξη σκουτέλα
- (συνεκδοχικά) η ποσότητα του φαγητού σ' ένα πιάτο
- (ειδικότερα, εκκλησιαστικός όρος) το άγιο δισκάριο όπου τοποθετείται ο άρτος, το πρόσφορο
- ≈ συνώνυμα: σκούτελος / σκούτελλος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
και με διπλό λάμδα, -χωρίς την προφορά του, όταν έπαψε η προφορά του διπλού συμφώνου-
- σκουτέλλιον / σκουτέλιον
- σκουτέλλιν (και σήμερα στο ιδίωμα της Καρπάθου) / σκουτέλιν
- σκουτέλλι / σκουτέλι
- σκούτλιον, σκουτλίον
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
- σκουτελίου (γενική ενικού)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μεσοσκούτελον (< mensa (τραπέζι)
υποκοριστικά:
→ και δείτε τη λέξη σκουτέλα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- τρυβλίδιον (και ελληνιστική κοινή: τρυβλίον)
- λιγότερο βαθύ πιάτο:[1] σκουτελλοπίνακα (σκουτέλια & πινάκια (πινάκιν, πινάκιον)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Κουκουλές, Φαίδων Ι. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, Τόμος 5ος, «Γεύματα, δείπνα και συμπόσια των Βυζαντινών», σελ.112‑113.
Πηγές[επεξεργασία]
- σελ.335, Τόμος 20, συμπλήρωση του Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- σκουτέλλιον (& μορφές) - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σκουτέλι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- «σκουτέλλι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)