σκουτέλλιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκουτέλλιον και όψιμη ελληνιστική κοινή σκουτέλλιον < σκουτέλ(α) + -ιον < λατινική scutella (πιατάκι) < scutra (πιάτο, δίσκος).
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκουτέλλιον ουδέτερο
- άλλη μορφή του σκουτέλι
- άλλες μορφές: σκουτέλιον, σκουτλίον → και δείτε τη λέξη σκουτέλι
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις σκουτέλι και σκουτέλα
Πηγές[επεξεργασία]
- σκουτέλλιον (& μορφές) - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
→ και δείτε τη λέξη σκουτέλι
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σκουτέλλιον | τὰ | σκουτέλλιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | σκουτελλίου | τῶν | σκουτελλίων | ||||
δοτική | τῷ | σκουτελλίῳ | τοῖς | σκουτελλίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | σκουτέλλιον | τὰ | σκουτέλλιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | σκουτέλλιον | σκουτέλλιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκουτελλίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σκουτελλίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκουτέλλιον < (άμεσο δάνειο) λατινική scutell(a) (πιατάκι) + -ιον < scutra (πιάτο, δίσκος).
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκουτέλλιον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) γαβάθα, πιάτο
- στο Greek Papyri in the British Museum, London. (PLond. 2.191.10) 2ος αιώνας κε
- στο C. Wessely, Studien zur Paläographie und Papyruskunde, Leipzig 1901-. (Stud.Pal. 20.151.4, al.) 6ος αιώνας κε
- άλλες μορφές: σκούτλιον
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- σκουτέλλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Δάνεια από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)