Μετάβαση στο περιεχόμενο

σκουός

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκουός < αγγλική squash < μέση αγγλική squachen / squatchen < παλαιά γαλλική esquacher / escachier < δημώδης λατινική *excoāctiāre < λατινική ex + coactare < coacto < coactus < cogo < co- + ago

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκουός ουδέτερο άκλιτο

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]