Μετάβαση στο περιεχόμενο

σκοῦδον

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από σκούδον)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκοῦδον < βενετική scudo < λατινική scuttο (ασπίδα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκοῦδον ουδέτερο