σκούριασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκούριασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκούριασμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκουριάζω (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
- η υγρασία της περιοχής επιτάχυνε το σκούριασμα των μεταλλικών αντικειμένων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκούριασμα
|