σκριπτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκριπτ < αγγλική script

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκριπτ ουδέτερο άκλιτο

  1. (πληροφορική) σειρά οδηγιών που αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να τρέξει ένα μποτ
  2. (πληροφορική) βλ. αρχείο δέσμης εντολών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]