σκυθρωπότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκυθρωπότητα οι σκυθρωπότητες
      γενική της σκυθρωπότητας των σκυθρωποτήτων
    αιτιατική τη σκυθρωπότητα τις σκυθρωπότητες
     κλητική σκυθρωπότητα σκυθρωπότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκυθρωπότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκυθρωπότης από την αιτιατική ενικού «τὴν σκυθρωπότητα»

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sci.θɾoˈpo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκυ‐θρω‐πό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκυθρωπότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του σκυθρωπού
  2. η σκυθρωπή όψη

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη σκυθρωπός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

σκυθρωπότητα θηλυκό