σκυλολόι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκυλολόι ουδέτερο
- (κυριολεκτικά, μειωτικό) μεγάλη συγκέντρωση (ομάδα, αγέλη) σκύλων
- (μεταφορικά, μειωτικό) σύνολο ή ομάδα ανθρώπων με άσχημα χαρακτηριστικά χαρακτήρα και συμπεριφοράς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για σκυλιά