σκυλοπνίχτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκυλοπνίχτης αρσενικό
- (ναυτικός όρος) πλοίο που είναι επικίνδυνο να βυθιστεί είτε λόγω παλαιότητας είτε λόγω κακής κατασκευής
- ※ Και θα κάνεις τόσο μακρινό ταξίδι μ' αυτόν τον σκυλοπνίχτη; (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Παράγωγα[επεξεργασία]
- Σκυλοπνίχτης (αμπελουργία)