Μετάβαση στο περιεχόμενο

σκυλόψαρο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκυλόψαρο τα σκυλόψαρα
      γενική του σκυλόψαρου των σκυλόψαρων
    αιτιατική το σκυλόψαρο τα σκυλόψαρα
     κλητική σκυλόψαρο σκυλόψαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα σκυλόψαρο.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκυλόψαρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *σκυλόψαρον (συγκρίνετε με το σκυλόψαρος.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε σκυλό- + -ψαρο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sciˈlo.psa.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκυλόψαρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκυλόψαρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]