σκυλόψυχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκυλόψυχος η σκυλόψυχη το σκυλόψυχο
      γενική του σκυλόψυχου της σκυλόψυχης του σκυλόψυχου
    αιτιατική τον σκυλόψυχο τη σκυλόψυχη το σκυλόψυχο
     κλητική σκυλόψυχε σκυλόψυχη σκυλόψυχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκυλόψυχοι οι σκυλόψυχες τα σκυλόψυχα
      γενική των σκυλόψυχων των σκυλόψυχων των σκυλόψυχων
    αιτιατική τους σκυλόψυχους τις σκυλόψυχες τα σκυλόψυχα
     κλητική σκυλόψυχοι σκυλόψυχες σκυλόψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκυλόψυχος < σκύλ(ος) + -ο- + -ψυχος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sciˈlo.psi.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκυ‐λό‐ψυ‐χος

Επίθετο[επεξεργασία]

σκυλόψυχος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.