σκυλόψυχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκυλόψυχος < σκύλ(ος) + -ο- + -ψυχος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sciˈlo.psi.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκυ‐λό‐ψυ‐χος
Επίθετο[επεξεργασία]
σκυλόψυχος, -η, -ο
- που είναι σκληρόκαρδος[1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκυλόψυχος
→ δείτε τη λέξη σκληρόκαρδος |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.