σκυρόδεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκυρόδεση | οι | σκυροδέσεις |
γενική | της | σκυρόδεσης | των | σκυροδέσεων |
αιτιατική | τη | σκυρόδεση | τις | σκυροδέσεις |
κλητική | σκυρόδεση | σκυροδέσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκυρόδεση < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /skiˈɾo.ðe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκυ‐ρό‐δε‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκυρόδεση θηλυκό
- η διαδικασία δημιουργίας τοιχοδομής με σκυρόδεμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκυρόδεση
|