σκυτοτομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σκῡτοτομῐα-
ονομαστική σκυτοτομί αἱ σκυτοτομίαι
      γενική τῆς σκυτοτομίᾱς τῶν σκυτοτομιῶν
      δοτική τῇ σκυτοτομί ταῖς σκυτοτομίαις
    αιτιατική τὴν σκυτοτομίᾱν τὰς σκυτοτομίᾱς
     κλητική ! σκυτοτομί σκυτοτομίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκυτοτομί
γεν-δοτ τοῖν  σκυτοτομίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκυτοτομία < σκυτοτόμ(ος) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε σκῦτο(ς) + -τομία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκυτοτομία, -ας θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]