σκωληκοειδίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκωληκοειδίτιδα < σκωληκοειδής (αυτός που ομοιάζει με σκουλήκι) + επίθημα -ίτις, με μετατροπή σε -ίτιδα στη νέα ελληνική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκωληκοειδίτιδα θηλυκό
- εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας
- H οξεία σκωληκοειδίτιδα εκδηλώνεται κλινικά με οξύ κοιλιακό άλγος, ναυτία ή έμετο, χαμηλό πυρετό και λευκοκυττάρωση.
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκωληκοειδίτιδα