σκόλλυς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκόλλυς αρσενικό, γεν.: σκόλλυος

Αναφορές[επεξεργασία]

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883