σκόρπια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκόρπια < σκόρπιος
Επίρρημα[επεξεργασία]
σκόρπια (τροπικό)
- σκορπισμένα, διάσπαρτα, όχι συγκεντρωμένα
- ανοργάτωτα, χωρίς σύστημα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκόρπια