σκόρσο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκόρσο ουδέτερο
- (κυπριακά) το ταρακούνημα
- (κυπριακά) η κούραση, π.χ. δουλειά με πολύ σκόρσο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκόρσο
|