σκότα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκότα | οι | σκότες |
| γενική | της | σκότας | — | |
| αιτιατική | τη | σκότα | τις | σκότες |
| κλητική | σκότα | σκότες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκότα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκότα θηλυκό
- το σκοινί που χρησιμοποιείται στο πλοίο για την ρύθμιση του ανοίγματος των πανιών.