Μετάβαση στο περιεχόμενο

σκύλευση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκύλευση οι σκυλεύσεις
      γενική της σκύλευσης* των σκυλεύσεων
    αιτιατική τη σκύλευση τις σκυλεύσεις
     κλητική σκύλευση σκυλεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκυλεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκύλευση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκύλευση θηλυκό

  • Η αρπαγή των ενδυμάτων και των όπλων ενός νεκρού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]