σκύφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκύφος | οι | σκύφοι |
γενική | του | σκύφου | των | σκύφων |
αιτιατική | τον | σκύφο | τους | σκύφους |
κλητική | σκύφε | σκύφοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκύφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκύφος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsci.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκύ‐φος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκύφος αρσενικό
- (αρχαιολογία, κεραμική) αρχαιοελληνικό ποτήρι το οποίο διέθετε δύο λαβές
- ※ Ο σκύφος ήταν ένα αρχαίο ελληνικό αγγείο, ένα είδος ποτηριού με πλατύ στόμιο («ευρύστομο») και δύο λαβές που αποτελούσε μία από τις πιο δημοφιλείς μορφές κυπέλλου στην αρχαία Ελλάδα.
- Θοδωρής Λαϊνάς, To κρασοπότηρο που ήταν «πλανητάριο», Το Βήμα, 8 Νοεμβρίου 2014
- ※ Από τις αρχές ήδη του 7ου π.Χ. αιώνα η προτίμηση των Κορινθίων κεραμέων για αγγεία μικρού σχήματος, όπως αρυβάλλους, αλάβαστρα, σκύφους, κοτύλες οδήγησε στην «ανακάλυψη» της μελανόμορφης τεχνικής που ευνόησε ιδιαίτερα τις μικρογραφικές συνθέσεις τους.
- Μαρίνα Πλατή, Ελένη Μάρκου, Αρχαία Ελληνική Κεραμική - πληροφορίες, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
- ※ Ο σκύφος ήταν ένα αρχαίο ελληνικό αγγείο, ένα είδος ποτηριού με πλατύ στόμιο («ευρύστομο») και δύο λαβές που αποτελούσε μία από τις πιο δημοφιλείς μορφές κυπέλλου στην αρχαία Ελλάδα.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σκύφος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σκύφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σκύφος | οἱ | σκύφοι |
γενική | τοῦ | σκύφου | τῶν | σκύφων |
δοτική | τῷ | σκύφῳ | τοῖς | σκύφοις |
αιτιατική | τὸν | σκύφον | τοὺς | σκύφους |
κλητική ὦ! | σκύφε | σκύφοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκύφω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σκύφοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σκύφος | τὰ | σκύφη - σκύφεᾰ |
γενική | τοῦ | σκύφους - σκύφεος | τῶν | σκυφῶν - σκυφέων |
δοτική | τῷ | σκύφει - σκύφεῐ̈ | τοῖς | σκύφεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | σκύφος | τὰ | σκύφη - σκύφεα |
κλητική ὦ! | σκύφος | σκύφη - σκύφεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκύφει - σκύφεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σκυφοῖν - σκυφέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκύφος < προελληνική [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκύφος αρσενικό ή ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές[επεξεργασία]
- σκύφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκύφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Κεραμική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Ουσιαστικά με πολλαπλά γένη και κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)