σλαϊτσιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σλαϊτσιέρα | οι | σλαϊτσιέρες |
γενική | της | σλαϊτσιέρας | — | |
αιτιατική | τη | σλαϊτσιέρα | τις | σλαϊτσιέρες |
κλητική | σλαϊτσιέρα | σλαϊτσιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σλαϊτσιέρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σλαϊτσιέρα αρσενικό
- μηχανή προβολής σλάιντς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σλαϊτσιέρα
|