σμάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σμάρι | τα | σμάρια |
γενική | του | σμαριού | των | σμαριών |
αιτιατική | το | σμάρι | τα | σμάρια |
κλητική | σμάρι | σμάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σμάρι < μεσαιωνική ελληνική σμάρι < αρχαία ελληνική ἑσμός < ἕζομαι
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σμάρι ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) ομάδα μελισσών με καινούργια βασίλισσα, που εγκαταλείπει την αρχική κυψέλη
- (μεταφορικά) οποιαδήποτε ομάδα (πουλιών, ανθρώπων κ.λπ.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)