σμαράγδιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σμᾰραγδιο-
ονομαστική τὸ σμαράγδιον τὰ σμαράγδι
      γενική τοῦ σμαραγδίου τῶν σμαραγδίων
      δοτική τῷ σμαραγδί τοῖς σμαραγδίοις
    αιτιατική τὸ σμαράγδιον τὰ σμαράγδι
     κλητική ! σμαράγδιον σμαράγδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σμαραγδίω
γεν-δοτ τοῖν  σμαραγδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σμαράγδιον < αρχαία ελληνική σμάραγδ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ιον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σμαράγδι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σμαράγδιον ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]