Μετάβαση στο περιεχόμενο

σμηναγού

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

σμηναγού αρσενικό ή θηλυκό