σμυριδοσωρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σμυριδοσωρός οι σμυριδοσωροί
      γενική του σμυριδοσωρού των σμυριδοσωρών
    αιτιατική τον σμυριδοσωρό τους σμυριδοσωρούς
     κλητική σμυριδοσωρέ σμυριδοσωροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σμυριδοσωρός < σμύριδ(α) + -ο- + σωρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σμυριδοσωρός αρσενικό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)