σμυριδοσωρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σμυριδοσωρός αρσενικό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- σωρός μικρών θραυσμάτων σμύριδας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωρός θραυσμάτων σμύριδας
|
Πηγές[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)