σμυριδοτροχός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σμυριδοτροχός αρσενικό
- ειδικό αυτόνομο εργαλείο η μηχανικό εξάρτημα, συνηθέστερα σε μορφή δίσκου, συμπαγές από κόκκους σκληρών υλικών, που χρησιμοποιείται για την κοπή, λείανση διαφόρων τύπων επιφανειών ή και ακόνισμα άλλων εργαλείων
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- τα πρώτα παραπάνω εργαλεία ήταν κατασκευασμένα από κόκκους σμύριδας εξ ού και η ονομασία τους, που παρέμεινε παρότι οι σύγχρονοι σμυριδοτροχοί κατασκευάζονται από άλλα ισχυρότερα υλικά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σμυριδοτροχός
|