σμύριδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σμύριδα | οι | σμύριδες |
γενική | της | σμύριδας | των | σμυρίδων |
αιτιατική | τη | σμύριδα | τις | σμύριδες |
κλητική | σμύριδα | σμύριδες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος. | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σμύριδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σμύρις από την αιτιατική ενικού «τὴν σμύριδα» [1]
- Δε συνδέεται με τις αρχαίες ελληνικές λέξεις μύρον, ή σμήω [2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈzmi.ɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμύ‐ρι‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σμύριδα θηλυκό
- (ορυκτολογία) είδος σκληρού ορυκτού που εξάγεται και στη Νάξο και χρησιμοποιείται για τη λείανση επιφανειών
- ↪ Η σμύριδα […] αγγλ. emery, γαλλ. émeri), το κοινώς λεγόμενο σμυρίγλι, είναι πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από κορούνδιο (Al2O3) με ανάμιξη μαγνητίτη και προϊόντων χημικής αποσάθρωσης του τελευταίου, δηλαδή αιματίτη και λειμωνίτη. Ως επουσιώδη συστατικά μπορεί να περιέχει χαλαζία, σιδηροπυρίτη, μοσχοβίτη, τουρμαλίνη, βιοτίτη κ.ά. Σμύριδα στη Βικιπαίδεια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- σμυρίγδι
- σμυρίγλι
- σμυρίδα
- σμυριγ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
[επεξεργασία]
- σμυριδ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Από το σμυρίγλι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
σμύριδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ σμύριδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)