σμύρις
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
σμῠρῐδ- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | σμύρις | αἱ | σμύριδες | ||||
γενική | τῆς | σμύριδος | τῶν | σμυρίδων | ||||
δοτική | τῇ | σμύριδῐ | ταῖς | σμύρισῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σμύριν | τὰς | σμύριδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | σμύρι | σμύριδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σμύριδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σμυρίδοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σμύρις, -ιδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (ορυκτολογία) η σμύριδα
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- σμύρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἔρις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Δάνεια από σημιτικές γλώσσες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από σημιτικές γλώσσες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ορυκτολογία (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)