σμῆγμα
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]σμῆγμα < σμάω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σμῆγμα ουδέτερο (και σμῆμα, δωρικός τύπος : σμᾶμα)
- στερεό ή κρεμώδες υλικό που χρησιμεύει για πλύσιμο, σαπούνι