σμῆγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σμῆγμα < σμάω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σμῆγμα ουδέτερο (και σμῆμα, δωρικός τύπος : σμᾶμα)
- στερεό ή κρεμώδες υλικό που χρησιμεύει για πλύσιμο, σαπούνι