σνομπίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σνομπίστρια < σνομπιστής + -τρια < σνομπ < αγγλική snob
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σνομπίστρια θηλυκό
- (σπάνιο) θηλυκό του σνομπιστής
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σνομπ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σνομπίστρια
|