σοβαρά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]σοβαρά < σοβαρός
Επίρρημα
[επεξεργασία]σοβαρά
- με σοβαρότητα, χωρίς αστεία
- Σου μιλάω σοβαρά, κι αν θέλεις, πίστεψέ με.
- (ως ερώτηση) μπορεί να δηλώνει ειρωνεία και αμφισβήτηση όσων λέχθηκαν προηγουμένως
- - Μας υποσχέθηκε ότι θα μας δανείσει ένα ποσόν.
- - Σοβαρά; Αυτός έχει καβούρια στις τσέπες.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σοβαρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σοβαρό