σοβαρότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σοβαρότητα οι σοβαρότητες
      γενική της σοβαρότητας των σοβαροτήτων
    αιτιατική τη σοβαρότητα τις σοβαρότητες
     κλητική σοβαρότητα σοβαρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοβαρότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σοβαρότης και (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική seriousness[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /so.vaˈɾo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐βα‐ρό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σοβαρότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του σοβαρού
  2. η κρισιμότητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]