σοδομιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σοδομιστής οι σοδομιστές
      γενική του σοδομιστή των σοδομιστών
    αιτιατική τον σοδομιστή τους σοδομιστές
     κλητική σοδομιστή σοδομιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοδομιστής < Σόδομα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σοδομιστής αρσενικό (θηλυκό σοδομίστρια - πχ. αν φορά στράπον)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  σοδομία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]