σοδομιστής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σοδομιστής < Σόδομα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σοδομιστής αρσενικό (θηλυκό σοδομίστρια - πχ. αν φορά στράπον)
- αυτός που συνουσιάζεται από τον πρωκτό έχοντας τον ενεργητικό ρόλο
- (γενικότερα) ο ομοφυλόφιλος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σοδομία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σοδομιστής
|