σοκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοκ < (λόγιο δάνειο) γαλλική choc[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σοκ ουδέτερο άκλιτο

  1. (ιατρική) το σύνολο των διαταραχών που προκαλούνται από βίαιες μεταβολές της κατάστασης του οργανισμού
    σηπτικό σοκ, αλλεργικό σοκ
  2. (μεταφορικά) ξάφνιασμα
    έπαθα σοκ έτσι όπως τον είδα ξαφνικά μπροστά μου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]