σοκοφρέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σοκοφρέτα οι σοκοφρέτες
      γενική της σοκοφρέτας των σοκοφρετών
    αιτιατική τη σοκοφρέτα τις σοκοφρέτες
     κλητική σοκοφρέτα σοκοφρέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοκοφρέτα < σοκολάτα & γκοφρέτα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σοκοφρέτα θηλυκό

  • (γαστρονομία) η γκοφρέτα με επικάλυψη σοκολάτας
    Σπάμε τις σοκοφρέτες σε μικρά κομμάτια, τις στρώνουμε σε ένα πιρέξ ή τις μοιράζουμε σε βαθιά γυάλινα μπολ και τις πιέζουμε ελαφρά έτσι ώστε να δημιουργήσουν μια ομοιόμορφη στρώση. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη [επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]