σολάριουμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σολάριουμ < αγγλική solarium < λατινική solarium < sol + -arium < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *sóh₂wl̥ (ήλιος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σολάριουμ ουδέτερο άκλιτο
- ειδική κατασκευή ή συσκευή που συμβάλλει στο μαύρισμα της επιδερμίδας κάποιου με την έκθεσή του σε (συνήθως τεχνητό) φως
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ήλιος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
σολάριουμ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σολάριουμ
|