σολιψισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σολιψισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική solipsisme < λατινική solus (μόνος) + ipse (ο ίδιος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σολιψισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική / επιστημολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία το μόνο που μπορούμε να γνωρίζουμε (με βεβαιότητα) είναι η προσωπική μας αντίληψη / συνείδηση. Ο εξωτερικός κόσμος -που μπορεί να μην είναι καν υπαρκτός- δεν είναι προσβάσιμος από τη γνώση μας (δε μπορεί δηλ. να γίνει κτήμα της).
- (θρησκεία) μεταφυσική πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι δημιούργημα μόνο του μυαλού του καθενός ανθρώπου. Άρα δεν υπάρχει τίποτα έξω από τη σκέψη μας.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)