σολομωνική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σολομωνική οι σολομωνικές
      γενική της σολομωνικής των σολομωνικών
    αιτιατική τη σολομωνική τις σολομωνικές
     κλητική σολομωνική σολομωνικές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σολομωνική < Σολομών + -ική (επειδή, αρχικά, αποδόθηκε η συγγραφή του στο Βασιλιά Σολομώντα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /so.lo.mo.niˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐λο‐μω‐νι‐κή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σολομωνική θηλυκό

  1. απόκρυφο βιβλίο της μεσαιωνικής περιόδου με συμβουλές και οδηγίες μαγικές
  2. μαγεία
  3. αλχημεία
  4. μυστηριώδης και ανόητη ή ακατανόητη υπόθεση, χωρίς λογική, ασυναρτησίες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]