σονάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σονέτο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σονάτα οι σονάτες
      γενική της σονάτας των σονατών
    αιτιατική τη σονάτα τις σονάτες
     κλητική σονάτα σονάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σονάτα < (λόγιο δάνειο) ιταλική sonata[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /soˈna.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐νά‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σονάτα θηλυκό

  1. (μουσική) φόρμα όπου γίνεται παρουσίαση, ανάπτυξη και ανακεφαλαίωση δύο θεμάτων σε τρία μέρη
  2. (μουσική) σύνθεση που έχει γραφεί για 1 ή 2 όργανα, η ανάπτυξη της οποίας γίνεται σε 3 ή 4 μέρη εκ των οποίων το πρώτο έχει φόρμα σονάτας


Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]