σοπάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σοπάκι | τα | σοπάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σοπάκι | τα | σοπάκια |
κλητική | σοπάκι | σοπάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σοπάκι ουδέτερο
- ξυλοδαρμός, «ξύλο» (π.χ. στην έκφραση «θα πέσει ξύλο», «θα πέσει σοπάκι»)
- Κάποιος μέσ' άπό τήν παράταξη μουρμουρίζει: — θά 'χουμε σοπάκι παιδιά. (θά πέσει ξύλο) (Νίκος Μάργαρης, Ιστορία της Μακρονησου, τομ. 2, σελ. 219, 1982)
- Ε, να πεις στο μπαμπά σου να τους ρίξει ένα σοπάκι. Άμα δεν έχεις μπουμπά, εγώ ο Μπίθρος να τους ρίξω (Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα, 1956)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σοπάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)