σορβιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σορβιά | οι | σορβιές |
γενική | της | σορβιάς | των | σορβιών |
αιτιατική | τη | σορβιά | τις | σορβιές |
κλητική | σορβιά | σορβιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σορβιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σουρβία < λατινική sorbus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sor / *ser (“κόκκινο, καφεκόκκινο”)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σορβιά θηλυκό
- (δέντρο) το είδος Sorbus aucuparia που συναντάται και σαν θάμνος
- (μυθολογία) το αγαπημένο δέντρο των νεράιδων των μαγισσών και των μοχθηρών πνευμάτων.
- (φρούτο) ο καρπός του δένδρου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σουρβιά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σούρβο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σορβιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Φρούτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)