σορμπέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σορμπέ < γαλλική sorbet < ιταλική sorbetto < τουρκική şerbet

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σορμπέ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]