σορμπέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σορμπέ ουδέτερο άκλιτο
- γλυκό από πολτό φρούτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σορμπέ
|
σορμπέ ουδέτερο άκλιτο
|