σορολόπ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σορολόπ < (άμεσο δάνειο) τουρκική şorolop < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σορολόπ ουδέτερο άκλιτο

  • τεμπελιά, αδιαφορία για κάτι που πρέπει να γίνει
    Αντί να διαβάζει για τις Πανελλήνιες, το 'χει ρίξει στο σορολόπ.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]