σορτάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
σορτάρω
- (νεολογισμός): εισάγω ή εξάγω, προσθέτω ή αφαιρώ, διευθετώ ή κατανέμω κάτι, πάντα όμως σε μικροποσότητες
- πουλώ αξιόγραφα που δεν βρίσκονται στην κατοχή μου, ή βρίσκονται χωρίς όμως δικαίωμα πώλησης.
- ταξινομώ
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σορτάρω
|