σορτάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σορτάρω < αγγλική sorting > sort + -άρω
σορτάρω < αγγλική shorting > short + -άρω

Ρήμα[επεξεργασία]

σορτάρω

  1. (νεολογισμός): εισάγω ή εξάγω, προσθέτω ή αφαιρώ, διευθετώ ή κατανέμω κάτι, πάντα όμως σε μικροποσότητες
  2. πουλώ αξιόγραφα που δεν βρίσκονται στην κατοχή μου, ή βρίσκονται χωρίς όμως δικαίωμα πώλησης.
  3. ταξινομώ

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]